Opeth
Οι Opeth είναι σουηδικό heavy metal συγκρότημα, το οποίο δημιουργήθηκε στην Στοκχόλμη το 1990. Κατά την πρώτη περίοδο της καριέρας τους αποτέλεσαν μέρος του σουηδικού death metal κινήματος συνδυάζοντας progressive στοιχεία, όπου και γνώρισαν επιτυχία με το άλμπουμ "Blackwater Park". Στις μεταγενέστερες κυκλοφορίες τους, έχουν εντρυφήσει σε progressive rock μονοπάτια, αποβάλλοντας σταδιακά τα ακραία στοιχεία από τον ήχο τους.
Ο Όκερφελντ ανέλαβε και τα φωνητικά και μαζί με τον μπασίστα Γιόχαν ΝτεΦαρφαλά, τον κιθαρίστα Πέτερ Λίντγκρεν και τον προαναφερθέντα ντράμερ Άντερς Νόρντιν, αποτέλεσαν την πρώτη επίσημη σύνθεση των Opeth, η οποία ηχογράφησε τα κομμάτια "Forest Of October" και "In The Mist She Was Standing", υπογράφοντας συμβόλαιο με την βρετανική δισκογραφική εταιρεία "Candlelight Records".[4]
Το πρώτο τους άλμπουμ ηχογραφήθηκε τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 1994 και κυκλοφόρησε έναν χρόνο αργότερα με τίτλο "Orchid".[5] Στην Ολλανδία, ο δίσκος εκδόθηκε σε μορφή διπλού δίσκου βινυλίου με το επιπλέον κομμάτι "Into The Forest of Winter".[6] Το εξώφυλλο του άλμπουμ παρουσίαζε μία ορχιδέα, εικόνα παραπλανητική για μία ακραία metal κυκλοφορία. Κατά την περιοδεία για την προώθηση του δίσκου, εμφανίστηκαν στο "Astoria" του Λονδίνου με τους Ved Buens Ende, Hecate Enthroned και Impaled Nazarene.[7]
Ο δεύτερος τους δίσκος με τίτλο "Morningrise" κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 1996 σε παραγωγή Νταν Σουάνο και βάδισε σε progressive metal μονοπάτια, με το εικοσάλεπτο "Black Rose Immortal" να ξεχωρίζει.[8] Κατά την περιοδεία του άλμπουμ το συγκρότημα άνοιγε τις εμφανίσεις των Morbid Angel στην Αγγλία και των Cradle of Filth στην Ευρώπη. Μετά το πέρας των ζωντανών αυτών εμφανίσεων, οι ΝτεΦαρφαλά και Νόρντιν αποχώρησαν, με τους Μαρτίν Μέντεζ και Μάρτιν Λόπεζ να τους αντικαθιστούν.[9][10]
Μετά την αλλαγή της δισκογραφικής τους εταιρείας στην "Music For Nations",[15] οι Opeth επέστρεψαν στα "Fredman Studios" για την ηχογράφηση του "Blackwater Park", το οποίο κυκλοφόρησε στις 27 Φεβρουαρίου 2001 με παραγωγό τον Στίβεν Ουίλσον των Porcupine Tree.[16] Το άλμπουμ έλαβε ιδιαίτερα θετικές κριτικές και το συγκρότημα περιόδευσε στην Μεγάλη Βρετανία τον Μάιο του 2002, με τους Arch Enemy να ανοίγουν τις εμφανίσεις τους.[17]
Το καλοκαίρι του 2002, έγινε γνωστό ότι το συγκρότημα δούλευε πάνω στον επόμενο του δίσκο, με παραγωγό και πάλι τον Ουίλσον και τον Άντι Σνιπ, κιθαρίστα των Sabbat, στην μίξη.[18] Έχοντας ετοιμάσει δύο άλμπουμ, το συγκρότημα σκόπευε να τα κυκλοφορήσει ταυτόχρονα, αλλά η πίεση της δισκογραφικής τους εταιρείας τους ανάγκασε να εκδώσουν το "Deliverance" το Νοέμβριο του 2002 και το "Damnation" τον Απρίλιο του 2003.[19][20]
Στις αρχές του 2003, το συγκρότημα συμμετείχε στην περιοδεία "4 Absent Friends Tour", η οποία έλαβε χώρα στις Ηνωμένες Πολιτείες μαζί με τους Paradise Lost και Tapping the Vein.[21] Τον Μάιο της ίδιας χρονιάς, περιόδευσαν μαζί με τους Lacuna Coil και Beyond the Embrace και κυκλοφόρησαν το πρώτο τους σινγκλ με τίτλο "Still Day Beneath The Sun" σε περιορισμένη έκδοση.[22][23] Το "Deliverance" έλαβε υποψηφιότητα για σουηδικό Γκράμι στην κατηγορία του "καλύτερου χαρντ ροκ" δίσκου και το συγκρότημα περιόδευσε μαζί με τους Porcupine Tree στην Βόρεια Αμερική,[24] με τον κιμπορντίστα των Spiritual Beggars, Παρ Βίλμπεργκ να συμμετέχει στις ζωντανές τους εμφανίσεις, ενώ τον Οκτώβριο του 2003 περιόδευσε στην Σκανδιναβία με τους Extol να ανοίγουν τις εμφανίσεις τους.[25]
Ακολούθησε η περιοδεία "Lamentations Over America Tour 2004" στις αρχές του 2004 μαζί με τους Devildriver και τους Moonspell,[26] όπου λόγω προβλημάτων υγείας του ντράμερ Μάρτιν Λόπεζ, η πρώτη τους εμφάνιση στο Έντμοντον ακυρώθηκε και στην συναυλία στο Κάλγκαρι αντικαταστάθηκε από τον τεχνικό τυμπάνων του. Επίσης, στην συναυλία τους στο Βανκούβερ στις 23 Ιανουαρίου, τα τύμπανα ανέλαβε ο Τζην Χόγκλαν των Dark Angel, την ίδια βραδιά που το συγκρότημα είχε παρουσιάσει ένα ακουστικό σετ, συμπεριλαμβανομένης μίας διασκευής στο "Soldier of Fortune" των Deep Purple.[27]
Το συγκρότημα ηχογράφησε δύο νέα κομμάτια και μία διασκευή στο "Soldier of Fortune" στα "BBC Studios" του Λονδίνου, ως επιπλέον κομμάτια για μία ειδική έκδοση του "Ghost Reveries".[35] Στα τέλη του 2005 περιόδευσαν στην Ευρώπη με τους Burst και ξεκίνησαν το 2006 στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου περιόδευσαν με τους Dark Tranquillity και τον Ντέβιν Τάουνσεντ.[36][37] Τον Μάιο της ίδιας χρονιάς, ο Λόπεζ αποχώρησε και επίσημα, λόγω προβλημάτων υγείας και κρίσεων πανικού που αντιμετώπιζε, με τον Άξενροτ να τον αντικαθιστά σε μόνιμη βάση.[38]
Οι Opeth εμφανίστηκαν στο "Download festival" της Αγγλίας μαζί με ονόματα όπως οι Metallica και οι Korn,[39] συνεχίζοντας στην κεντρική και νότια Αμερική, πριν συμμετάσχουν στην "Gigantour" μαζί με τους Megadeth, Lamb of God, Arch Enemy, Overkill, κ.α..[40] Στα τέλη της χρονιάς, περιόδευσαν την Μεγάλη Βρετανία με τους Paradise Lost να ανοίγουν τις εμφανίσεις τους και στις 31 Μαρτίου 2007, ο Όκερφελντ πραγματοποίησε γκεστ εμφάνιση στην συναυλία για την εικοστή επέτειο των Candlemass.[41][42]
Τον Μάιο του 2007, ο Πέτερ Λίντγκρεν αποχώρησε, με τον Φρέντρικ Όκεσον να παίρνει την θέση του. Η νέα σύνθεση ηχογράφησε το άλμπουμ "Watershed" σε παραγωγή του Όκερφελντ και του Γιενς Μπόργκεν.[43] Ο δίσκος κυκλοφόρησε στις αρχές Ιουνίου του 2008, φθάνοντας στο Top-10 στην Αυστραλία, την Σουηδία και τη Νορβηγία και την κορυφή των τσαρτ της Φινλανδίας.[44] Για την προώθηση του δίσκου περιόδευσαν στην Βρετανία με τους Arch Enemy και στην Αμερική με τους Dream Theater.[45][46] Τέσσερις συναυλίες της επακόλουθης περιοδείας ακυρώθηκαν λόγω προβλήματος ανεμοβλογιάς που αντιμετώπισε ο Όκερφελντ, με την θέση του συγκροτήματος στα φεστιβάλ όπου ακύρωσαν να παίρνουν οι Satyricon.[47] Το φθινόπωρο περιόδευσαν και πάλι στην Βόρεια Αμερική μαζί με τους High on Fire, Baroness και Nachtmystium,[48] για να κλείσουν την χρονιά στην Ευρώπη με τους Cynic και The Ocean.[49]
Για τον εορτασμό της εικοστής επετείου τους, οι Opeth πραγματοποίησαν την μίνι περιοδεία "Evolution XX: An Opeth Anthology" από τις 30 Μαρτίου μέχρι τις 9 Απριλίου 2010, παίζοντας ολόκληρο το "Blackwater Park".[50] Σε μία από αυτές τις εμφανίσεις στο "Royal Albert Hall" του Λονδίνου, ηχογραφήθηκε το "In Live Concert at the Royal Albert Hall".[51]
Στις 20 Μαρτίου 2014, ανακοινώθηκε ότι ο ενδέκατος δίσκος των Opeth είχε ολοκληρωθεί,[56] με την επίσημη κυκλοφορία του "Pale Communion" να έρχεται στα τέλη Αυγούστου.[57] Το άλμπουμ ανέβηκε στο # 1 στην Φινλανδία, το Top-10 στην Σουηδία, την Γερμανία και τη Νορβηγία, ενώ σκαρφάλωσε στο Top-20 σε Μεγάλη Βρετανία και Ηνωμένες Πολιτείες.[58]
Το 2016, γιορτάζοντας τα 25 χρόνια από την ίδρυση του, το συγκρότημα, κυκλοφορώντας το πρώτο τους βιβλίο με τίτλο "Book of Opeth", στις 15 Απριλίου του ίδιου έτους. Την έκδοση αυτή, υπέγραψαν όλοι οι μουσικοί που πέρασαν από τους Opeth, όπως και φίλοι και συνεργάτες του συγκροτήματος.[59]
πηγη
Βιογραφία
Eruption
Ο κιθαρίστας και τραγουδιστής Μίκαελ Όκερφελντ και ο ντράμερ Άντερς Νόρντιν σχημάτισαν το 1987 τους Eruption, μαζί με τον κιθαρίστα Νικ Ντόρινγκ και τον μπασίστα Γιόκε Χόρνεϊ, παίζοντας death metal διασκευές σε κομμάτια των Death, Black Sabbath και Bathory. Ο Χόρνεϊ αντικαταστάθηκε από τον Στέφαν Κλάσμπεργκ και το συγκρότημα ηχογράφησε τέσσερα κομμάτια αλλά δεν έπαιξε ποτέ ζωντανά.[1]Τα πρώτα χρόνια
Ο τραγουδιστής Ντάβιντ Ισμπέργκ σχημάτισε τους Opeth, δίνοντας τους αυτή την ονομασία από την φανταστική φοινικική πόλη Opet (μτφ.Η πόλη του Φεγγαριού), από το μυθιστόρημα "Το Πουλί του Ήλιου" του Γουίλμπουρ Σμιθ.[2] Ο Όκερφελντ έγινε μέλος του συγκροτήματος, από την σύνθεση του οποίου πέρασαν κατά την πρώτη τριετία της ύπαρξης του οι κιθαρίστες Αντρέας Ντιμέο και Κιμ Πέτερσον και οι μπασίστες Νικ Ντερίνγκ και Στέφαν Γκούτεκλιντ, οι οποίοι αποχώρησαν,όπως και ο Ισμπέργκ, για να σχηματίσουν τους Crowley.[3]Το πρώτο τους άλμπουμ ηχογραφήθηκε τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 1994 και κυκλοφόρησε έναν χρόνο αργότερα με τίτλο "Orchid".[5] Στην Ολλανδία, ο δίσκος εκδόθηκε σε μορφή διπλού δίσκου βινυλίου με το επιπλέον κομμάτι "Into The Forest of Winter".[6] Το εξώφυλλο του άλμπουμ παρουσίαζε μία ορχιδέα, εικόνα παραπλανητική για μία ακραία metal κυκλοφορία. Κατά την περιοδεία για την προώθηση του δίσκου, εμφανίστηκαν στο "Astoria" του Λονδίνου με τους Ved Buens Ende, Hecate Enthroned και Impaled Nazarene.[7]
Ο δεύτερος τους δίσκος με τίτλο "Morningrise" κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 1996 σε παραγωγή Νταν Σουάνο και βάδισε σε progressive metal μονοπάτια, με το εικοσάλεπτο "Black Rose Immortal" να ξεχωρίζει.[8] Κατά την περιοδεία του άλμπουμ το συγκρότημα άνοιγε τις εμφανίσεις των Morbid Angel στην Αγγλία και των Cradle of Filth στην Ευρώπη. Μετά το πέρας των ζωντανών αυτών εμφανίσεων, οι ΝτεΦαρφαλά και Νόρντιν αποχώρησαν, με τους Μαρτίν Μέντεζ και Μάρτιν Λόπεζ να τους αντικαθιστούν.[9][10]
Αναγνώριση
Η νέα σύνθεση κυκλοφόρησε τον δίσκο "My Arms, Your Hearse" τον Αύγουστο του 1998,[11] περιοδεύοντας και πάλι με τους Cradle of Filth στην Μεγάλη Βρετανία στα τέλη της χρονιάς,[12] υπογράφοντας λίγο αργότερα, συμβόλαιο συνεργασίας με την "Peaceville Records".[13] Η συνεργασία αυτή απέφερε τον δίσκο "Still Life", ο οποίος ηχογραφήθηκε στα "Fredman Studios" την άνοιξη του 1999.[14] Το άλμπουμ ήταν βαρύτερο και τα κομμάτια του ήταν μικρότερα σε σχέση με τις προηγούμενες κυκλοφορίες του συγκροτήματος.Το καλοκαίρι του 2002, έγινε γνωστό ότι το συγκρότημα δούλευε πάνω στον επόμενο του δίσκο, με παραγωγό και πάλι τον Ουίλσον και τον Άντι Σνιπ, κιθαρίστα των Sabbat, στην μίξη.[18] Έχοντας ετοιμάσει δύο άλμπουμ, το συγκρότημα σκόπευε να τα κυκλοφορήσει ταυτόχρονα, αλλά η πίεση της δισκογραφικής τους εταιρείας τους ανάγκασε να εκδώσουν το "Deliverance" το Νοέμβριο του 2002 και το "Damnation" τον Απρίλιο του 2003.[19][20]
Στις αρχές του 2003, το συγκρότημα συμμετείχε στην περιοδεία "4 Absent Friends Tour", η οποία έλαβε χώρα στις Ηνωμένες Πολιτείες μαζί με τους Paradise Lost και Tapping the Vein.[21] Τον Μάιο της ίδιας χρονιάς, περιόδευσαν μαζί με τους Lacuna Coil και Beyond the Embrace και κυκλοφόρησαν το πρώτο τους σινγκλ με τίτλο "Still Day Beneath The Sun" σε περιορισμένη έκδοση.[22][23] Το "Deliverance" έλαβε υποψηφιότητα για σουηδικό Γκράμι στην κατηγορία του "καλύτερου χαρντ ροκ" δίσκου και το συγκρότημα περιόδευσε μαζί με τους Porcupine Tree στην Βόρεια Αμερική,[24] με τον κιμπορντίστα των Spiritual Beggars, Παρ Βίλμπεργκ να συμμετέχει στις ζωντανές τους εμφανίσεις, ενώ τον Οκτώβριο του 2003 περιόδευσε στην Σκανδιναβία με τους Extol να ανοίγουν τις εμφανίσεις τους.[25]
Ακολούθησε η περιοδεία "Lamentations Over America Tour 2004" στις αρχές του 2004 μαζί με τους Devildriver και τους Moonspell,[26] όπου λόγω προβλημάτων υγείας του ντράμερ Μάρτιν Λόπεζ, η πρώτη τους εμφάνιση στο Έντμοντον ακυρώθηκε και στην συναυλία στο Κάλγκαρι αντικαταστάθηκε από τον τεχνικό τυμπάνων του. Επίσης, στην συναυλία τους στο Βανκούβερ στις 23 Ιανουαρίου, τα τύμπανα ανέλαβε ο Τζην Χόγκλαν των Dark Angel, την ίδια βραδιά που το συγκρότημα είχε παρουσιάσει ένα ακουστικό σετ, συμπεριλαμβανομένης μίας διασκευής στο "Soldier of Fortune" των Deep Purple.[27]
Εμπορική επιτυχία
Μετά την εξαγορά της "Music For Nations" από την "Zomba Music Group", το συγκρότημα έμεινε χωρίς δισκογραφικό συμβόλαιο και τον Απρίλιο του 2005 ανακοινώθηκε η ένταξη ως μόνιμου μέλους, του κιμπορντίστα Παρ Βίλμπεργκ. Το συγκρότημα ηχογράφησε στα "Fascination Street studios" τον δίσκο "Ghost Reveries" για την "Roadrunner Records".[28] Αυτός ήταν ο πρώτος τους δίσκος που μπήκε στο Top-10 των σουηδικών και φινλανδικών τσαρτ, όπως και το Top-100 του Billboard στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου πούλησε 15.000 αντίτυπα κατά την πρώτη εβδομάδα κυκλοφορίας του.[29] Για την περιοδεία του άλμπουμ, τα τύμπανα ανέλαβε ο Χόγκλαν, αφού ο Λόπεζ χρειάστηκε θεραπεία λόγω προβλήματος του κυκλοφορικού του συστήματος.[30] Το καλοκαίρι του 2005 συμμετείχαν στην αμερικάνικη περιοδεία "Sounds of the Underground" μαζί με τους Clutch, Chimaira, Unearth, Strapping Young Lad, κ.α..[31] Ακολούθησαν ευρωπαϊκές εμφανίσεις τον Σεπτέμβριο με τους Extol να ανοίγουν τις εμφανίσεις τους και τον Μάρτιν Άξενροτ να αναλαμβάνει τα τύμπανα.[32] Έναν μήνα αργότερα, επέστρεψαν στις Ηνωμένες Πολιτείες για μία περιοδεία χωρισμένη σε δύο σκέλη, στο πρώτο εκ των οποίων support συγκροτήματα ήταν οι Pelican και Fireball Ministry και στο δεύτερο οι Nevermore και Into Eternity.[33][34]Οι Opeth εμφανίστηκαν στο "Download festival" της Αγγλίας μαζί με ονόματα όπως οι Metallica και οι Korn,[39] συνεχίζοντας στην κεντρική και νότια Αμερική, πριν συμμετάσχουν στην "Gigantour" μαζί με τους Megadeth, Lamb of God, Arch Enemy, Overkill, κ.α..[40] Στα τέλη της χρονιάς, περιόδευσαν την Μεγάλη Βρετανία με τους Paradise Lost να ανοίγουν τις εμφανίσεις τους και στις 31 Μαρτίου 2007, ο Όκερφελντ πραγματοποίησε γκεστ εμφάνιση στην συναυλία για την εικοστή επέτειο των Candlemass.[41][42]
Τον Μάιο του 2007, ο Πέτερ Λίντγκρεν αποχώρησε, με τον Φρέντρικ Όκεσον να παίρνει την θέση του. Η νέα σύνθεση ηχογράφησε το άλμπουμ "Watershed" σε παραγωγή του Όκερφελντ και του Γιενς Μπόργκεν.[43] Ο δίσκος κυκλοφόρησε στις αρχές Ιουνίου του 2008, φθάνοντας στο Top-10 στην Αυστραλία, την Σουηδία και τη Νορβηγία και την κορυφή των τσαρτ της Φινλανδίας.[44] Για την προώθηση του δίσκου περιόδευσαν στην Βρετανία με τους Arch Enemy και στην Αμερική με τους Dream Theater.[45][46] Τέσσερις συναυλίες της επακόλουθης περιοδείας ακυρώθηκαν λόγω προβλήματος ανεμοβλογιάς που αντιμετώπισε ο Όκερφελντ, με την θέση του συγκροτήματος στα φεστιβάλ όπου ακύρωσαν να παίρνουν οι Satyricon.[47] Το φθινόπωρο περιόδευσαν και πάλι στην Βόρεια Αμερική μαζί με τους High on Fire, Baroness και Nachtmystium,[48] για να κλείσουν την χρονιά στην Ευρώπη με τους Cynic και The Ocean.[49]
Heritage και Pale Communion
Στις 31 Ιανουαρίου 2011, το συγκρότημα ξεκίνησε τις ηχογραφήσεις του επόμενου του δίσκου στα "Atlantis/Metronome studios" της Στοκχόλμης. Το άλμπουμ "Heritage" κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους και με πωλήσεις 19.000 αντιτύπων κατά την πρώτη εβδομάδα κυκλοφορίας του ανέβηκε στο # 19 των αμερικάνικων τσαρτ.[52] Ο δίσκος παρουσίασε μία αλλαγή από τους προκατόχους του, αφού δεν περιείχε καθόλου ακραία φωνητικά, χαρακτηριζόμενος ως progressive rock. Κατά την περιοδεία του συγκροτήματος, έκανε για πρώτη φορά την εμφάνιση του μαζί τους ο κιμπορντίστας Γιόακιμ Σβάλμπεργκ και περιόδευσαν αρχικά με τους Katatonia και στην συνέχεια με τους Pain of Salvation.[53] Η περιοδεία συνεχίστηκε στις αρχές του 2012, με εμφανίσεις που συμπεριελάμβαναν και τον ελλαδικό χώρο, πριν συνεχίσουν τον Απρίλιο στην Βόρεια Αμερική με τους Mastodon.[54] Στις αρχές του 2013, περιόδευσαν στην Αυστραλία ολοκληρώνοντας μία πολύ μεγάλη περιοδεία 200 συναυλιών στο "Melloboat 2013".[55]Στις 20 Μαρτίου 2014, ανακοινώθηκε ότι ο ενδέκατος δίσκος των Opeth είχε ολοκληρωθεί,[56] με την επίσημη κυκλοφορία του "Pale Communion" να έρχεται στα τέλη Αυγούστου.[57] Το άλμπουμ ανέβηκε στο # 1 στην Φινλανδία, το Top-10 στην Σουηδία, την Γερμανία και τη Νορβηγία, ενώ σκαρφάλωσε στο Top-20 σε Μεγάλη Βρετανία και Ηνωμένες Πολιτείες.[58]
Το 2016, γιορτάζοντας τα 25 χρόνια από την ίδρυση του, το συγκρότημα, κυκλοφορώντας το πρώτο τους βιβλίο με τίτλο "Book of Opeth", στις 15 Απριλίου του ίδιου έτους. Την έκδοση αυτή, υπέγραψαν όλοι οι μουσικοί που πέρασαν από τους Opeth, όπως και φίλοι και συνεργάτες του συγκροτήματος.[59]
Sorceress
Το συγκρότημα ανακοίνωσε το καλοκαίρι του 2016, ότι θα κυκλοφορήσει το άλμπουμ "Sorceress" στα τέλη της χρονιάς, μέσω της δισκογραφικής εταιρείας "Nuclear Blast".[60]Δισκογραφία
- Στούντιο ηχογραφήσεις
Έτος | Άλμπουμ | Σουηδία [61] | Γερμανία [62] | Φινλανδία [63] | Νορβηγία [64] | Ολλανδία [65] | Βρετανία [66] | ΗΠΑ [67] |
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
1995 | Orchid | - | - | - | - | - | - | - |
1996 | Morningrise | - | - | - | - | - | - | - |
1998 | My Arms, Your Hearse | - | - | - | - | - | - | - |
1999 | Still Life | - | - | - | - | - | - | - |
2001 | Blackwater Park | - | - | - | - | - | - | - |
2002 | Deliverance | - | - | - | - | - | - | - |
2003 | Damnation | - | - | 37 | - | 97 | 181 | 192 |
2005 | Ghost Reveries | 9 | 39 | 10 | 21 | 38 | 62 | 64 |
2008 | Watershed | 7 | 23 | 1 | 7 | 14 | 34 | 23 |
2011 | Heritage | 4 | 9 | 2 | 8 | 10 | 22 | 19 |
2014 | Pale Communion | 3 | 3 | 1 | 5 | 23 | 14 | 19 |
2016 | Sorceress |
|
|
Δεν υπάρχουν σχόλια