Οι βρικόλακες της Νέας Ορλεάνης
Αναμφισβήτητα, η πιο στοιχειωμένη και σαγηνευτική πόλη των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής είναι η Νέα Ορλεάνη. Χτισμένη από περιπετειώδεις Ευρωπαίους αποίκους, με το αίμα και τον ιδρώτα αμέτρητων σκλάβων, κομμάτι της Γαλλικής αυτοκρατορίας αρχικά που αργότερα πέρασε στα χέρια των Εγγλέζων, απλώνεται σ’ ένα ελώδες και αβέβαιο έδαφος που ακόμα και σήμερα απειλείται από τα διαβρωτικά κύματα της θάλασσας. Το υγρό και υποτροπικό της κλίμα, οι τυφώνες που τη χτυπούν περιοδικά και οι βάλτοι που την περιβάλλουν μοιάζουν να αμφισβητούν ακόμα και σήμερα την πληθωρική της παρουσία. Οι κάτοικοί της, απόγονοι λευκών γαιοκτημόνων και σκλάβων από την Αφρική, μιγάδες και παιδιά παρακμασμένων οικογενειών του Αμερικανικού Νότου που θυμόνται ακόμα περασμένα μεγαλεία, συνθέτουν ένα ποικιλότροπο και πολύχρωμο μωσαϊκό παραδόσεων και θρύλων όπου ο Γαλλικός πολιτισμός αλληλεπιδρά παράξενα με την πανάρχαια μαγεία της Αφρικής και των νησιών της Καραϊβικής, μέσα απ’ τα συλλογικά τραύματα που χάραξε στο συλλογικό τους ασυνείδητο η φονική δουλεία, ο μόχθος και η αγωνία για την οικοδόμηση ενός βιώσιμου μέλλοντος. Είναι μια πόλη όπου τη νύχτα του Mardis Grass ο θάνατος περπατά στους δρόμους κρατώντας απ’ το χέρι τη ζωή και οι σκοτεινές διαδρομές ενός πανάρχαιου επέκεινα οδηγούν στα μονοπάτια μιας λυτρωτικής μετάβασης στο φως ενός πολύχρωμου παρόντος.
Αν περιπλανηθείτε λοιπόν στους σκοτεινούς και βροχερούς δρόμους της Γαλλικής συνοικίας της Νέας Ορλεάνης, αργά μέσα στη νύχτα, θα προσέξετε τα πολυάριθμα μικρά καταστήματα που πουλάνε ύποπτα αντικείμενα και εργαλεία της μαγικής τέχνης του Βουντού. Ίσως συναντήσετε μια ηλικιωμένη γυναίκα στη Γαλλική Αγορά η οποία με το δάχτυλό της θα χαράξει στο δρόμο την ημερομηνία του μελλοντικού θανάτου σας. Και αν γνωρίζετε ποιόν πρέπει να ρωτήσετε, και ξέρετε πώς να τον ρωτήσετε σωστά, θα μάθετε που βρίσκονται τα κλαμπ των βρικολάκων. Εκεί θα γνωρίσετε ανθρώπους που πιστεύουν ολόψυχα και ολόκαρδα ότι είναι πραγματικά βαμπίρ αν και οι περισσότεροι απ’ τους, αν κερδίσετε την εμπιστοσύνη τους θα σας ψιθυρίσουν στ’ αυτί ότι ακόμα και εκείνοι φοβούνται μέχρι θανάτου μια ιδιαίτερη ομάδα πλασμάτων που εμφανίζονται πολύ περιστασιακά εκεί και πάντα τις πιο μαύρες ώρες της νύχτας. Κατά τη διάρκεια της ημέρας βέβαια, εκείνα τα κλαμπ των βαμπίρ παραμένουν κλειστά ή μετατρέπονται σε αθώους τόπους επίσκεψης για τους αμέριμνους τουρίστες….
Όπως και τα μακριά βρύα που κρέμονται σαν ιστοί αράχνης π’ τα δέντρα στις αλέες της πόλης, το μυστήριο και το υπερφυσικό καλύπτει τη Νέα Ορλεάνη απ’ τη στιγμή της γέννησή της. Για εκατοντάδες χρόνια οι μεγάλες οικογένειες της πόλης ασκούσαν, και ασκούν ακόμα και σήμερα, μια πρακτική που ονομάζεται «Η αγρύπνια του Νεκρού» ή “sitting up with the dead: ” Όταν πεθαίνει κάποιο μέλος της οικογένειας, οι συγγενείς και οι πολύ στενοί φίλοι του κάθονται κοντά στη σωρό του μέχρι να τοποθετηθεί σ’ έναν απ’ τους μεγαλοπρεπείς και υπέργειους τάφους της Νέας Ορλεάνης ή να ταφεί κανονικά μέσα στη γη. Το πτώμα δεν πρέπει να μένει ποτέ χωρίς κάποιον να το προσέχει. Οι λόγοι που αυτό το αλλόκοτο έθιμο διαιωνίζεται μέχρι τις μέρες μας είναι πολύ συγκεκριμένος: Οι Παλιές Οικογένειες της πόλης θα σας πουν ότι γίνεται από σεβασμό προς το νεκρό αλλά στην πραγματικότητα, η εν λόγω πρακτική προέρχεται από τα πολύ παλιά χρόνια, από την εποχή της γέννησης των δεισιδαιμονιών περί βρικολάκων στα σκοτεινά χρόνια της Μεσαιωνικής Ανατολικής Ευρώπης: Όταν πεθαίνει κάποιος στην Νέα Ορλεάνη λοιπόν, οι καθρέφτες του σπιτιού καλύπτονται με σκοτεινά υφάσματα και τα ρολόγια σταματούν να λειτουργούν. Όση ώρα τα μέλη της οικογένειας ή οι οικογενειακοί φίλοι κάνουν παρέα στον νεκρό, διατηρούν την προσοχή τους τεταμένη προκειμένου να αντιληφθούν κάθε είδους παραφυσικής δραστηριότητας που θα μπορούσε να προκύψει, για παράδειγμα, αν μια γάτα πηδήξει πάνω από το νεκρό, αν περπατήσει επάνω του ή καθίσει πάνω από το φέρετρο. Επίσης, αν κάποιο σκυλί γαβγίσει ή γρυλίσει προς το φέρετρο ή αν ένα άλογο προσπαθήσει να το αποφύγει και αγριέψει όταν βρίσκεται κοντά του. Παρόμοιες πρακτικές εφαρμόζονται με ζήλο και στην Ελλάδα, ιδιαίτερα στην περιοχή της Μάνης στην Πελοπόννησο και, όπως ακριβώς και στη Νέα Ορλεάνη, έχουν σκοπό να αποτρέψουν κάτι πολύ τρομακτικό: Την επιστροφή του νεκρού στον κόσμο των ζωντανών ως θανατηφόρο και απέθαντο βαμπίρ. Γιατί όλα αυτά τα αλλόκοτα σημάδια αποτελούν ενδείξεις βρικολακιάσματος. Επίσης, αν οποιαδήποτε σκιά πέσει πάνω στο πτώμα, η τύχη του κρίνεται εξαιρετικά αβέβαιη. Σε αυτές τις περιπτώσεις, υπάρχουν ορισμένες προφυλάξεις που μπορούν να χρησιμοποιηθούν προκειμένου να εμποδίσουν ένα πτώμα να μεταμορφωθεί σε νοσοφόρο νεκροζώντανο.
Πώς λοιπόν σταματάμε ένα πτώμα-ειδικά αν πρόκειται για θύμα αυτοκτονίας-από το να γίνει βαμπίρ; Μπορούμε καταρχήν να το θάψουμε με το πρόσωπο προς τα κάτω σε ένα σταυροδρόμι. Τα μέλη της οικογένειας τοποθετούν ένα δρεπάνι γύρω απ’ το λαιμό του προκειμένου να αποτρέψουν το πτώμα από το να σηκωθεί όρθιο. Επίσης, μπορούμε να γεμίσουμε το στόμα του νεκρού με σκελίδες σκόρδου και να το ράψουμε ερμητικά ή να τον διαμελίσουμε, συνήθως κόβοντας το κεφάλι και τοποθετώντας το ανάμεσα στα πόδια του. Αλλά η πιο συνηθισμένη πρακτική για να αποτρέψουμε ένα ενδεχόμενο βαμπιρισμού είναι να παλουκώσουμε το πτώμα, να το αποκεφαλίσουμε και μετά να το αποτεφρώσουμε ολοκληρωτικά, έτσι ώστε να μετατραπεί σε έναν ακίνδυνο σωρό από στάχτες. Ακόμα και σήμερα, αυτή η τελευταία μέθοδος θεωρείται ως η πλέον αποτελεσματική για την ολοκληρωτική καταστροφή ενός απέθαντου.
Όπως και τα μακριά βρύα που κρέμονται σαν ιστοί αράχνης π’ τα δέντρα στις αλέες της πόλης, το μυστήριο και το υπερφυσικό καλύπτει τη Νέα Ορλεάνη απ’ τη στιγμή της γέννησή της. Για εκατοντάδες χρόνια οι μεγάλες οικογένειες της πόλης ασκούσαν, και ασκούν ακόμα και σήμερα, μια πρακτική που ονομάζεται «Η αγρύπνια του Νεκρού» ή “sitting up with the dead: ” Όταν πεθαίνει κάποιο μέλος της οικογένειας, οι συγγενείς και οι πολύ στενοί φίλοι του κάθονται κοντά στη σωρό του μέχρι να τοποθετηθεί σ’ έναν απ’ τους μεγαλοπρεπείς και υπέργειους τάφους της Νέας Ορλεάνης ή να ταφεί κανονικά μέσα στη γη. Το πτώμα δεν πρέπει να μένει ποτέ χωρίς κάποιον να το προσέχει. Οι λόγοι που αυτό το αλλόκοτο έθιμο διαιωνίζεται μέχρι τις μέρες μας είναι πολύ συγκεκριμένος: Οι Παλιές Οικογένειες της πόλης θα σας πουν ότι γίνεται από σεβασμό προς το νεκρό αλλά στην πραγματικότητα, η εν λόγω πρακτική προέρχεται από τα πολύ παλιά χρόνια, από την εποχή της γέννησης των δεισιδαιμονιών περί βρικολάκων στα σκοτεινά χρόνια της Μεσαιωνικής Ανατολικής Ευρώπης: Όταν πεθαίνει κάποιος στην Νέα Ορλεάνη λοιπόν, οι καθρέφτες του σπιτιού καλύπτονται με σκοτεινά υφάσματα και τα ρολόγια σταματούν να λειτουργούν. Όση ώρα τα μέλη της οικογένειας ή οι οικογενειακοί φίλοι κάνουν παρέα στον νεκρό, διατηρούν την προσοχή τους τεταμένη προκειμένου να αντιληφθούν κάθε είδους παραφυσικής δραστηριότητας που θα μπορούσε να προκύψει, για παράδειγμα, αν μια γάτα πηδήξει πάνω από το νεκρό, αν περπατήσει επάνω του ή καθίσει πάνω από το φέρετρο. Επίσης, αν κάποιο σκυλί γαβγίσει ή γρυλίσει προς το φέρετρο ή αν ένα άλογο προσπαθήσει να το αποφύγει και αγριέψει όταν βρίσκεται κοντά του. Παρόμοιες πρακτικές εφαρμόζονται με ζήλο και στην Ελλάδα, ιδιαίτερα στην περιοχή της Μάνης στην Πελοπόννησο και, όπως ακριβώς και στη Νέα Ορλεάνη, έχουν σκοπό να αποτρέψουν κάτι πολύ τρομακτικό: Την επιστροφή του νεκρού στον κόσμο των ζωντανών ως θανατηφόρο και απέθαντο βαμπίρ. Γιατί όλα αυτά τα αλλόκοτα σημάδια αποτελούν ενδείξεις βρικολακιάσματος. Επίσης, αν οποιαδήποτε σκιά πέσει πάνω στο πτώμα, η τύχη του κρίνεται εξαιρετικά αβέβαιη. Σε αυτές τις περιπτώσεις, υπάρχουν ορισμένες προφυλάξεις που μπορούν να χρησιμοποιηθούν προκειμένου να εμποδίσουν ένα πτώμα να μεταμορφωθεί σε νοσοφόρο νεκροζώντανο.
Πώς λοιπόν σταματάμε ένα πτώμα-ειδικά αν πρόκειται για θύμα αυτοκτονίας-από το να γίνει βαμπίρ; Μπορούμε καταρχήν να το θάψουμε με το πρόσωπο προς τα κάτω σε ένα σταυροδρόμι. Τα μέλη της οικογένειας τοποθετούν ένα δρεπάνι γύρω απ’ το λαιμό του προκειμένου να αποτρέψουν το πτώμα από το να σηκωθεί όρθιο. Επίσης, μπορούμε να γεμίσουμε το στόμα του νεκρού με σκελίδες σκόρδου και να το ράψουμε ερμητικά ή να τον διαμελίσουμε, συνήθως κόβοντας το κεφάλι και τοποθετώντας το ανάμεσα στα πόδια του. Αλλά η πιο συνηθισμένη πρακτική για να αποτρέψουμε ένα ενδεχόμενο βαμπιρισμού είναι να παλουκώσουμε το πτώμα, να το αποκεφαλίσουμε και μετά να το αποτεφρώσουμε ολοκληρωτικά, έτσι ώστε να μετατραπεί σε έναν ακίνδυνο σωρό από στάχτες. Ακόμα και σήμερα, αυτή η τελευταία μέθοδος θεωρείται ως η πλέον αποτελεσματική για την ολοκληρωτική καταστροφή ενός απέθαντου.
Γκραβούρα που απεικονίζει τα πρώτα «Casket girls» που έφτασαν στη Νέα Ορλεάνη.
Οι πρώτοι βρικόλακες που μόλυναν με την παρουσία τους την πόλη της Νέας Ορλεάνης ήταν τα λεγόμενα CASKET GIRLS ή τουλάχιστον έτσι θα σας πουν οι απόγονοι των αρχαιότερων οικογενειών της. Αυτό συνέβη σε μια εποχή όπου το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού που κατέληγε στην πόλη, στις αρχές του 16ου αιώνα, αποτελούταν από κοινωνικά απόκληρους: Από σκλάβους που είχαν δραπετεύσει από δουλεμπορικά καράβια, από παραβάτες του νόμου, από επικίνδυνους εγκληματίες λαθροκυνηγούς και χρυσοθήρες. Αυτό σήμαινε ότι κανείς δεν θα αναζητούσε όλους εκείνους τους ανθρώπους σε περίπτωση που χάνονταν τα ίχνη τους. Όσον αφορά τώρα τις ιδιαίτερες λεπτομέρειες της συγκεκριμένης εκείνης ιστορίας, υπάρχουν πολλές εκδοχές για το τι συνέβη πραγματικά αλλά σύμφωνα με την πιο συνηθισμένη απ’ αυτές, οι ιδρυτές της πόλης ζήτησαν από Γάλλους αξιωματούχους να στείλουν στη Νέα Ορλεάνη, που ήταν ακόμα Γαλλική αποικία, νεαρές γυναίκες που θα προορίζονταν για μελλοντικές νύφες. Οι Γάλλοι αξιωματούχοι ανταποκρίθηκαν θετικά στο συγκεκριμένο αίτημα και ύστερα από ένα δύσκολο και πολύμηνο θαλάσσιο ταξίδι, στις αποβάθρες της πόλης αποβιβάστηκαν πέντε νεαρές κοπέλες από τη Γαλλία που ήταν κατάχλομες, φανερά υποσιτισμένες και πάμφτωχες. Τα μόνα υπάρχοντα που είχαν ήταν αυτά που χωρούσαν σε κάτι ξύλινα μπαούλα που είχαν φέρει μαζί τους και που ονομάζονταν “casquettes”, κάτι ανάλογο
Οι πρώτοι βρικόλακες που μόλυναν με την παρουσία τους την πόλη της Νέας Ορλεάνης ήταν τα λεγόμενα CASKET GIRLS ή τουλάχιστον έτσι θα σας πουν οι απόγονοι των αρχαιότερων οικογενειών της. Αυτό συνέβη σε μια εποχή όπου το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού που κατέληγε στην πόλη, στις αρχές του 16ου αιώνα, αποτελούταν από κοινωνικά απόκληρους: Από σκλάβους που είχαν δραπετεύσει από δουλεμπορικά καράβια, από παραβάτες του νόμου, από επικίνδυνους εγκληματίες λαθροκυνηγούς και χρυσοθήρες. Αυτό σήμαινε ότι κανείς δεν θα αναζητούσε όλους εκείνους τους ανθρώπους σε περίπτωση που χάνονταν τα ίχνη τους. Όσον αφορά τώρα τις ιδιαίτερες λεπτομέρειες της συγκεκριμένης εκείνης ιστορίας, υπάρχουν πολλές εκδοχές για το τι συνέβη πραγματικά αλλά σύμφωνα με την πιο συνηθισμένη απ’ αυτές, οι ιδρυτές της πόλης ζήτησαν από Γάλλους αξιωματούχους να στείλουν στη Νέα Ορλεάνη, που ήταν ακόμα Γαλλική αποικία, νεαρές γυναίκες που θα προορίζονταν για μελλοντικές νύφες. Οι Γάλλοι αξιωματούχοι ανταποκρίθηκαν θετικά στο συγκεκριμένο αίτημα και ύστερα από ένα δύσκολο και πολύμηνο θαλάσσιο ταξίδι, στις αποβάθρες της πόλης αποβιβάστηκαν πέντε νεαρές κοπέλες από τη Γαλλία που ήταν κατάχλομες, φανερά υποσιτισμένες και πάμφτωχες. Τα μόνα υπάρχοντα που είχαν ήταν αυτά που χωρούσαν σε κάτι ξύλινα μπαούλα που είχαν φέρει μαζί τους και που ονομάζονταν “casquettes”, κάτι ανάλογο
Τhe Ursuline Convent
με τις βαλίτσες της σημερινής εποχής. Αυτές οι κοπέλες μεταφέρθηκαν στο μοναστήρι των Ουρσουλίνων καλογριών (the Ursuline Convent,) το οποίο στέκεται ακόμα, όπου και παρέμειναν εσώκλειστες μέχρι να καταφέρουν οι καλόγριες του εν λόγω μοναστηριού να βρουν κατάλληλους υποψηφίους για να τις παντρευτούν. Σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες, ήταν παρθένες που είχαν ανατραφεί σε εκκλησιαστικά ορφανοτροφεία της Γαλλικής ενδοχώρας. Άλλοι πάλι ισχυρίζονται ότι ήταν πόρνες. Αλλά υπάρχουν και κάποιοι που θα σας ψιθυρίσουν ότι ήταν βαμπίρ: Βρικόλακες που κάθε βράδυ, ακόμα και σήμερα, βγαίνουν από τα “casquettes” τα οποία βρίσκονται κρυμμένα στον κλειστό τρίτο όροφο του μοναστηριού, παραβιάζουν τα παράθυρα του με τα ενισχυμένα παντζούρια που τα προστατεύουν από τους τυφώνες, για να τραφούν από τα πλήθη των ταξιδιωτών που για αιώνες γεμίζουν τις σκοτεινές αλέες της Γαλλικής συνοικίας. Λέγεται ότι τα εν λόγω παντζούρια χρειάζονται για κάποιον ανεξήγητο λόγο επισκευές σχεδόν κάθε πρωί, ακόμα και όταν η βραδιά που έχει προηγηθεί είναι γλυκιά και ήρεμη. Το 1978 μάλιστα, ύστερα από αιώνες φημολογιών και ψιθύρων, δυο ερασιτέχνες ρεπόρτερ απαίτησαν να δουν αυτά τα φέρετρα. Φυσικά, ο επίσκοπος της πόλης δεν επέτρεψε να γίνει κάτι τέτοιο. Δίχως να πτοηθούν από τούτη την άρνηση, την επόμενη νύχτα οι άνδρες σκαρφάλωσαν τον τοίχο του μοναστηριού μαζί με τον εξοπλισμό τους και τον έστησαν στον κάτω όροφο του. Το επόμενο πρωί ο εξοπλισμός βρέθηκε σκορπισμένος στη χλόη του κήπου ενώ στα σκαλοπάτια της βεράντας του μοναστηριού ανακαλύφθηκαν αποκεφαλισμένα τα σώματα των δυο ανδρών. Σχεδόν το 80% του αίματος που θα έπρεπε να βρίσκεται μέσα στο σώμα τους έλειπε. Μέχρι σήμερα, κανείς δεν έχει καταφέρει να διαλευκάνει αυτούς τους φόνους.</
με τις βαλίτσες της σημερινής εποχής. Αυτές οι κοπέλες μεταφέρθηκαν στο μοναστήρι των Ουρσουλίνων καλογριών (the Ursuline Convent,) το οποίο στέκεται ακόμα, όπου και παρέμειναν εσώκλειστες μέχρι να καταφέρουν οι καλόγριες του εν λόγω μοναστηριού να βρουν κατάλληλους υποψηφίους για να τις παντρευτούν. Σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες, ήταν παρθένες που είχαν ανατραφεί σε εκκλησιαστικά ορφανοτροφεία της Γαλλικής ενδοχώρας. Άλλοι πάλι ισχυρίζονται ότι ήταν πόρνες. Αλλά υπάρχουν και κάποιοι που θα σας ψιθυρίσουν ότι ήταν βαμπίρ: Βρικόλακες που κάθε βράδυ, ακόμα και σήμερα, βγαίνουν από τα “casquettes” τα οποία βρίσκονται κρυμμένα στον κλειστό τρίτο όροφο του μοναστηριού, παραβιάζουν τα παράθυρα του με τα ενισχυμένα παντζούρια που τα προστατεύουν από τους τυφώνες, για να τραφούν από τα πλήθη των ταξιδιωτών που για αιώνες γεμίζουν τις σκοτεινές αλέες της Γαλλικής συνοικίας. Λέγεται ότι τα εν λόγω παντζούρια χρειάζονται για κάποιον ανεξήγητο λόγο επισκευές σχεδόν κάθε πρωί, ακόμα και όταν η βραδιά που έχει προηγηθεί είναι γλυκιά και ήρεμη. Το 1978 μάλιστα, ύστερα από αιώνες φημολογιών και ψιθύρων, δυο ερασιτέχνες ρεπόρτερ απαίτησαν να δουν αυτά τα φέρετρα. Φυσικά, ο επίσκοπος της πόλης δεν επέτρεψε να γίνει κάτι τέτοιο. Δίχως να πτοηθούν από τούτη την άρνηση, την επόμενη νύχτα οι άνδρες σκαρφάλωσαν τον τοίχο του μοναστηριού μαζί με τον εξοπλισμό τους και τον έστησαν στον κάτω όροφο του. Το επόμενο πρωί ο εξοπλισμός βρέθηκε σκορπισμένος στη χλόη του κήπου ενώ στα σκαλοπάτια της βεράντας του μοναστηριού ανακαλύφθηκαν αποκεφαλισμένα τα σώματα των δυο ανδρών. Σχεδόν το 80% του αίματος που θα έπρεπε να βρίσκεται μέσα στο σώμα τους έλειπε. Μέχρι σήμερα, κανείς δεν έχει καταφέρει να διαλευκάνει αυτούς τους φόνους.</
pan>
Η Δούκισσα Violante Beatrice της Βαυαρίας
Αν υπάρχει κάποια φιγούρα που εκπροσωπεί τη γοητεία αλλά και τους κινδύνους που περιβάλλουν την επίτευξη του θαύματος της βιολογικής αθανασίας, αυτός είναι ο θρυλικός κόμης Saint Germain. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην αυλή του Γάλλου Βασιλιά Λουδοβίκου του 15ου όπου γοήτευσε την αριστοκρατία εκείνης της εποχής με τους εξωφρενικούς ισχυρισμούς του ότι ήταν τάχατες Αλχημιστής και ότι είχε παρασκευάσει το «ελιξίριο της ζωής» που του επέτρεπε να παραμένει ζωντανός εδώ και έξι χιλιάδες χρόνια. Κάποιες άλλες φορές, ο παράξενος κόμης ισχυριζόταν ότι ήταν ο γιος του Francis II Rakoczi, πρίγκιπα της Τρανσυλβανίας και ότι γεννήθηκε το 1712, πιθανόν από την Δούκισσα Violante Beatrice της Βαυαρίας. Αυτό εξηγούσε την καλή οικονομική κατάστασή του και την εκλεπτυσμένη μόρφωσή του-ήταν πολύγλωσσος και πολυμαθής. Επίσης, εξηγεί γιατί οι βασιλείς της Ευρώπης τον έκαναν δεκτό στις αυλές τους. Μαρτυρίες ανθρώπων εκείνου του καιρού που διασώθηκαν σε ημερολόγια, αλληλογραφίες και απομνημονεύματα, συμφωνούν στο ότι αν και παρευρίσκονταν σε πολλά συμπόσια και δεχόταν προσκλήσεις για να δειπνήσει σε πολλά αρχοντικά, ποτέ δεν τον είχε δει κανείς να καταναλώνει ποτό ή φαγητό. Ωστόσο, πότε-πότε έπινε ένα κόκκινο υγρό που έμοιαζε με κρασί. Ύστερα από κάποια χρόνια εγκατέλειψε τη Γαλλική αυλή και μετακόμισε στη Γερμανία όπου υποτίθεται ότι πέθανε. Ωστόσο, πολλοί ήταν εκείνοι που τον είδαν να εμφανίζεται σε διάφορα μέρη της Ευρώπης πολλά χρόνια μετά το θάνατό του. Το 1903, ένας εμφανίσιμος και χαρισματικός νεαρός Γάλλος που ονομαζόταν Jacques Saint Germain, ο οποίος ισχυριζόταν ότι ήταν απόγονος του θρυλικού κόμη, έφτασε στη Νέα Ορλεάνη και νοίκιασε ένα όμορφο σπίτι που βρίσκεται ακόμα στη συμβολή των οδών Royal and Ursuline street. Όντας λάτρης της γυναικείας ομορφιάς, ο νεαρός επισκέπτης περιφερόταν στη Γαλλική συνοικία κάθε βράδυ παρέα με μια διαφορετική νεαρή γυναίκα. Οι βόλτες του τερματίστηκαν απότομα όταν κατά τη διάρκεια μιας κρύας νύχτας του Δεκεμβρίου ακούστηκε η διαπεραστική κραυγή μιας γυναίκας η οποία έμοιαζε να ξεπηδάει μέσα από το σπίτι του. Αμέσως μετά, μια νεαρή κοπέλα πήδηξε έντρομη από το δεύτερο όροφο του σπιτιού και τσακίστηκε στο πεζοδρόμιο. Οι περαστικοί που έτρεξαν να τη βοηθήσουν την άκουσαν να λέει ότι ο Saint Germain της είχε επιτεθεί και ότι τη δάγκωσε στο λαιμό και γι’ αυτό εκείνη πήδηξε απ’ το παράθυρο, για να γλυτώσει τη ζωή της. Το ίδιο βράδυ πέθανε στο Charity Hospital της Νέας Ορλεάνης. Μέχρι να εισβάλει η αστυνομία της Νέας Ορλεάνης στο σπίτι του Saint Germain, εκείνος είχε εξαφανιστεί. Ωστόσο, αυτά που βρήκαν στο εσωτερικό του ήταν αρκούντως τρομακτικά. Η μυρωδιά του θανάτου γέμιζε τα δωμάτια και μεγάλες κηλίδες από ξεραμένο αίμα βρόμιζαν τα ξύλινα πατώματα και τους τοίχους. Επιπρόσθετα, η αστυνομία ανακάλυψε πολλά μπουκάλια που ήταν γεμάτα με ανθρώπινο αίμα. Το σπίτι χαρακτηρίστηκε ως τόπος εγκλήματος και σφραγίστηκε ερμητικά. Από εκείνη τη νύχτα κανείς δεν έχει τολμήσει να το παραβιάσει. Αποτελεί ακόμα ατομική ιδιοκτησία με άγνωστο κάτοχο. Οι φόροι ακίνητης περιουσίας πληρώνονται εγκαίρως αλλά κανείς δεν έχει καταφέρει να εντοπίσει τους ιδιοκτήτες του. Κι όμως, τα μόνα φράγματα ανάμεσα στο ακριβό εκείνο σπίτι και στον έξω κόσμο είναι οι αμπαρωμένες μπαλκονόπορτες και μια μικρή κλειδαριά στην εξώπορτα. Αλλόκοτοι ψίθυροι που αναφέρονται σε περιστασιακές εμφανίσεις του Jacques Saint Germain κυκλοφορούν ακόμα στην πόλη και πολλοί λένε ότι τον έχουν δει να κυκλοφορεί τα βράδια στη Γαλλική συνοικία. Μήπως λοιπόν ο απέθαντος κόμης επισκέπτεται ακόμα τη Νέα Ορλεάνη για να ελέγξει την κατάσταση της περιουσίας του;
Αν υπάρχει κάποια φιγούρα που εκπροσωπεί τη γοητεία αλλά και τους κινδύνους που περιβάλλουν την επίτευξη του θαύματος της βιολογικής αθανασίας, αυτός είναι ο θρυλικός κόμης Saint Germain. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην αυλή του Γάλλου Βασιλιά Λουδοβίκου του 15ου όπου γοήτευσε την αριστοκρατία εκείνης της εποχής με τους εξωφρενικούς ισχυρισμούς του ότι ήταν τάχατες Αλχημιστής και ότι είχε παρασκευάσει το «ελιξίριο της ζωής» που του επέτρεπε να παραμένει ζωντανός εδώ και έξι χιλιάδες χρόνια. Κάποιες άλλες φορές, ο παράξενος κόμης ισχυριζόταν ότι ήταν ο γιος του Francis II Rakoczi, πρίγκιπα της Τρανσυλβανίας και ότι γεννήθηκε το 1712, πιθανόν από την Δούκισσα Violante Beatrice της Βαυαρίας. Αυτό εξηγούσε την καλή οικονομική κατάστασή του και την εκλεπτυσμένη μόρφωσή του-ήταν πολύγλωσσος και πολυμαθής. Επίσης, εξηγεί γιατί οι βασιλείς της Ευρώπης τον έκαναν δεκτό στις αυλές τους. Μαρτυρίες ανθρώπων εκείνου του καιρού που διασώθηκαν σε ημερολόγια, αλληλογραφίες και απομνημονεύματα, συμφωνούν στο ότι αν και παρευρίσκονταν σε πολλά συμπόσια και δεχόταν προσκλήσεις για να δειπνήσει σε πολλά αρχοντικά, ποτέ δεν τον είχε δει κανείς να καταναλώνει ποτό ή φαγητό. Ωστόσο, πότε-πότε έπινε ένα κόκκινο υγρό που έμοιαζε με κρασί. Ύστερα από κάποια χρόνια εγκατέλειψε τη Γαλλική αυλή και μετακόμισε στη Γερμανία όπου υποτίθεται ότι πέθανε. Ωστόσο, πολλοί ήταν εκείνοι που τον είδαν να εμφανίζεται σε διάφορα μέρη της Ευρώπης πολλά χρόνια μετά το θάνατό του. Το 1903, ένας εμφανίσιμος και χαρισματικός νεαρός Γάλλος που ονομαζόταν Jacques Saint Germain, ο οποίος ισχυριζόταν ότι ήταν απόγονος του θρυλικού κόμη, έφτασε στη Νέα Ορλεάνη και νοίκιασε ένα όμορφο σπίτι που βρίσκεται ακόμα στη συμβολή των οδών Royal and Ursuline street. Όντας λάτρης της γυναικείας ομορφιάς, ο νεαρός επισκέπτης περιφερόταν στη Γαλλική συνοικία κάθε βράδυ παρέα με μια διαφορετική νεαρή γυναίκα. Οι βόλτες του τερματίστηκαν απότομα όταν κατά τη διάρκεια μιας κρύας νύχτας του Δεκεμβρίου ακούστηκε η διαπεραστική κραυγή μιας γυναίκας η οποία έμοιαζε να ξεπηδάει μέσα από το σπίτι του. Αμέσως μετά, μια νεαρή κοπέλα πήδηξε έντρομη από το δεύτερο όροφο του σπιτιού και τσακίστηκε στο πεζοδρόμιο. Οι περαστικοί που έτρεξαν να τη βοηθήσουν την άκουσαν να λέει ότι ο Saint Germain της είχε επιτεθεί και ότι τη δάγκωσε στο λαιμό και γι’ αυτό εκείνη πήδηξε απ’ το παράθυρο, για να γλυτώσει τη ζωή της. Το ίδιο βράδυ πέθανε στο Charity Hospital της Νέας Ορλεάνης. Μέχρι να εισβάλει η αστυνομία της Νέας Ορλεάνης στο σπίτι του Saint Germain, εκείνος είχε εξαφανιστεί. Ωστόσο, αυτά που βρήκαν στο εσωτερικό του ήταν αρκούντως τρομακτικά. Η μυρωδιά του θανάτου γέμιζε τα δωμάτια και μεγάλες κηλίδες από ξεραμένο αίμα βρόμιζαν τα ξύλινα πατώματα και τους τοίχους. Επιπρόσθετα, η αστυνομία ανακάλυψε πολλά μπουκάλια που ήταν γεμάτα με ανθρώπινο αίμα. Το σπίτι χαρακτηρίστηκε ως τόπος εγκλήματος και σφραγίστηκε ερμητικά. Από εκείνη τη νύχτα κανείς δεν έχει τολμήσει να το παραβιάσει. Αποτελεί ακόμα ατομική ιδιοκτησία με άγνωστο κάτοχο. Οι φόροι ακίνητης περιουσίας πληρώνονται εγκαίρως αλλά κανείς δεν έχει καταφέρει να εντοπίσει τους ιδιοκτήτες του. Κι όμως, τα μόνα φράγματα ανάμεσα στο ακριβό εκείνο σπίτι και στον έξω κόσμο είναι οι αμπαρωμένες μπαλκονόπορτες και μια μικρή κλειδαριά στην εξώπορτα. Αλλόκοτοι ψίθυροι που αναφέρονται σε περιστασιακές εμφανίσεις του Jacques Saint Germain κυκλοφορούν ακόμα στην πόλη και πολλοί λένε ότι τον έχουν δει να κυκλοφορεί τα βράδια στη Γαλλική συνοικία. Μήπως λοιπόν ο απέθαντος κόμης επισκέπτεται ακόμα τη Νέα Ορλεάνη για να ελέγξει την κατάσταση της περιουσίας του;
Η Anne Rice είναι η συγγραφέας που κατάφερε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο να επανεισάγει τα βαμπίρ στη σύγχρονη εποχή. Η συγκεκριμένη Μεγάλη Κυρία της Λογοτεχνίας Τρόμου γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Νέα Ορλεάνη. Το θρυλικό πλέον βιβλίο της «Συνέντευξη με έναν Βρικόλακα» (Interview with the Vampire)προκάλεσε έναν πραγματικό σεισμό στην ποπ-κουλτούρα της Αμερικής και ολόκληρου του Δυτικού κόσμου γιατί επαναπροσδιόρισε τους βρικόλακες ως όντα γοητευτικά και απέθαντα, αμφισεξουαλικά και πανέμορφα που παλεύουν να διαχειριστούν το σκοτεινό δώρο μιας αναλλοίωτης και στατικής αθανασίας.
Τα βαμπίρ Lestat και Louis όπως ενσαρκώθηκαν στην ταινία «Συνέντευξή με έναν Βρικόλακα» από τους Τομ Κρουζ και Μπραντ Πιτ αντίστοιχα.
Το εν λόγω βιβλίο μεταφέρθηκε στην κινηματογραφική οθόνη με πολύ μεγάλη επιτυχία και ακολουθήθηκε από πολλά μετέπειτα βιβλία της ίδιας συγγραφέως που πλέον απαρτίζουν τη συλλογή των Vampire Chronicles. Όλοι εκείνοι που κέρδισαν από την επιτυχία των τηλεοπτικών σειρών True Blood και των ταινιών και των βιβλίων του Twilight χρωστάνε πάρα πολλά στην κυρία Rice. Η ίδια έχει δηλώσει ξανά και ξανά ότι η πηγή της έμπνευσής της υπήρξε ανέκαθεν ο σκοτεινός και μεταφυσικός αισθησιασμός που εκπέμπει η πόλη της Νέας Ορλεάνης καθώς και οι θρύλοι που περιβάλλουν την μακρά της ιστορία. Για παράδειγμα, αν επιβιβαστείτε στο τραμ που διασχίζει την St. Charles Avenue θα περάσετε κοντά από το σπίτι της οδού Lafayette Cemetery No. 1. Στο εν λόγω πολύ ατμοσφαιρικό νεκροταφείο υποτίθεται ότι βρίσκεται ο τάφος του Louis de Pointe du Lac’s (του συντρόφου του Λεστάτ και επίσης βρικόλακα της Rice στα Vampire Chronicles) ενώ στο εν λόγω αρχοντικό ζούσε η γυναίκα και το παιδί του πριν πεθάνουν. Εκεί μέσα εξάλλου είναι που ο ίδιος ο Louis μεταμορφώθηκε σε βαμπίρ από τον Λεστάτ. Μπορείτε εύκολα να επισκεφτείτε και το νεκροταφείο και το σημείο όπου βρισκόταν ο τάφος του κοντά στη συμβολή των οδών Coliseum and Sixth Street. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας Interview with the Vampire, τα οικοδομικά τετράγωνα ανάμεσα στους αριθμούς 700 and 900 της Royal Street στη Γαλλική Συνοικία χρησιμοποιήθηκαν ως οι κατοικίες των βαμπίρ Louis, Lestat, και της Claudia, η οποία ήταν καταδικασμένη για μια αιωνιότητα να ζει φυλακισμένη μέσα στο σώμα ενός εξάχρονου κοριτσιού που δεν επρόκειτο να μεγαλώσει ποτέ. Μάλιστα, οι δρόμοι γύρω απ’ την πλατεία Jackson καλύφθηκαν με λάσπη για τις ανάγκες του γυρίσματος, όπως ήταν στα αλήθεια κατά την δεκαετία του 1860-70 τότε που υποτίθεται ότι ξεδιπλώνεται ένα μέρος της πλοκής του βιβλίου.
Το εν λόγω βιβλίο μεταφέρθηκε στην κινηματογραφική οθόνη με πολύ μεγάλη επιτυχία και ακολουθήθηκε από πολλά μετέπειτα βιβλία της ίδιας συγγραφέως που πλέον απαρτίζουν τη συλλογή των Vampire Chronicles. Όλοι εκείνοι που κέρδισαν από την επιτυχία των τηλεοπτικών σειρών True Blood και των ταινιών και των βιβλίων του Twilight χρωστάνε πάρα πολλά στην κυρία Rice. Η ίδια έχει δηλώσει ξανά και ξανά ότι η πηγή της έμπνευσής της υπήρξε ανέκαθεν ο σκοτεινός και μεταφυσικός αισθησιασμός που εκπέμπει η πόλη της Νέας Ορλεάνης καθώς και οι θρύλοι που περιβάλλουν την μακρά της ιστορία. Για παράδειγμα, αν επιβιβαστείτε στο τραμ που διασχίζει την St. Charles Avenue θα περάσετε κοντά από το σπίτι της οδού Lafayette Cemetery No. 1. Στο εν λόγω πολύ ατμοσφαιρικό νεκροταφείο υποτίθεται ότι βρίσκεται ο τάφος του Louis de Pointe du Lac’s (του συντρόφου του Λεστάτ και επίσης βρικόλακα της Rice στα Vampire Chronicles) ενώ στο εν λόγω αρχοντικό ζούσε η γυναίκα και το παιδί του πριν πεθάνουν. Εκεί μέσα εξάλλου είναι που ο ίδιος ο Louis μεταμορφώθηκε σε βαμπίρ από τον Λεστάτ. Μπορείτε εύκολα να επισκεφτείτε και το νεκροταφείο και το σημείο όπου βρισκόταν ο τάφος του κοντά στη συμβολή των οδών Coliseum and Sixth Street. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας Interview with the Vampire, τα οικοδομικά τετράγωνα ανάμεσα στους αριθμούς 700 and 900 της Royal Street στη Γαλλική Συνοικία χρησιμοποιήθηκαν ως οι κατοικίες των βαμπίρ Louis, Lestat, και της Claudia, η οποία ήταν καταδικασμένη για μια αιωνιότητα να ζει φυλακισμένη μέσα στο σώμα ενός εξάχρονου κοριτσιού που δεν επρόκειτο να μεγαλώσει ποτέ. Μάλιστα, οι δρόμοι γύρω απ’ την πλατεία Jackson καλύφθηκαν με λάσπη για τις ανάγκες του γυρίσματος, όπως ήταν στα αλήθεια κατά την δεκαετία του 1860-70 τότε που υποτίθεται ότι ξεδιπλώνεται ένα μέρος της πλοκής του βιβλίου.
Το Gallier House στον αριθμό 1132 της Royal Street.
Tο τέλεια διατηρημένο Gallier House στον αριθμό 1132 της Royal Street ήταν αυτό που ενέπνευσε την Anne Rice στο να περιγράψει το σπίτι των βαμπίρ της και πολύ κοντά σε αυτό υψώνεται μέχρι σήμερα η οικία Lalaurie, στον αριθμό 1140 του ίδιου δρόμου.
Tο τέλεια διατηρημένο Gallier House στον αριθμό 1132 της Royal Street ήταν αυτό που ενέπνευσε την Anne Rice στο να περιγράψει το σπίτι των βαμπίρ της και πολύ κοντά σε αυτό υψώνεται μέχρι σήμερα η οικία Lalaurie, στον αριθμό 1140 του ίδιου δρόμου.
Η Delphine Lalaurie, την οποία υποδύθηκε με μεγάλη επιτυχία η Kathy Bates στον τρίτο κύκλο της τηλεοπτικής σειράς American Horror Story – Coven, ήταν ένα υπαρκτό πρόσωπο που έζησε σ’ εκείνο το σπίτι και κατηγορήθηκε ότι βασάνισε μέχρι θανάτου πολλούς σκλάβους της, το αίμα των οποίων χρησιμοποιούσε για να κάνει μπάνιο, με την ελπίδα να παρατείνει την νεότητά της για πάντα. Εξαφανίστηκε για πάντα από την Νέα Ορλεάνη όταν ένα εξαγριωμένο πλήθος κατάστρεψε το σπίτι της στις 10 Απριλίου του 1834.
Σήμερα, το σπίτι είναι ιδιόκτητο αλλά πολλοί κάτοικοι της περιοχής ισχυρίζονται ότι έχει στοιχειώσει γιατί κάποιες ζεστές νύχτες ακούν φασματικές αλυσίδες να κροταλίζουν μέσα στο σκοτάδι. Τέλος, χτισμένο το 1789, στον αριθμό 632 της οδού Dumaine, βρίσκεται το παλαιότερο κτίριο της Νέας Ορλεάνης. Στην ταινία που βασίστηκε στο βιβλίο Interview with the Vampire, βλέπουμε κάποια φέρετρα μεταφέρονται έξω ‘απ’ αυτό το σπίτι ενώ ακούγεται η φωνή του Brad Pitt που υποδύεται τον Louis να λέει «Η Κλώντια ήταν μια μικρή μεγαλοφυΐα μ’ ένα πάθος για φόνο που ήταν εφάμιλλο με αυτό του Λεστάτ. Οι δυο τους ξεκλήρισαν ολόκληρες οικογένειες…»
Η Νέα Ορλεάνη εξακολουθεί να κρύβει τα σκοτεινά της μυστικά. Υποδέχεται αμέτρητους χαρούμενους τουρίστες και τους δείχνει το γοητευτικό της πρόσωπο, λίγο παρακμιακό, λίγο μυστηριώδες, λίγο εμπορικοποιημένο. Ωστόσο, ποιος μπορεί να ξέρει τι συμβαίνει πραγματικά στις σκοτεινές αλέες και στους στενούς δρόμους των ιστορικών της συνοικιών, τις μικρές ώρες της νύχτας, όταν το σκοτάδι πλημμυρίζει τα όνειρα των κατοίκων της με ανήσυχες οπτασίες;
Σήμερα, το σπίτι είναι ιδιόκτητο αλλά πολλοί κάτοικοι της περιοχής ισχυρίζονται ότι έχει στοιχειώσει γιατί κάποιες ζεστές νύχτες ακούν φασματικές αλυσίδες να κροταλίζουν μέσα στο σκοτάδι. Τέλος, χτισμένο το 1789, στον αριθμό 632 της οδού Dumaine, βρίσκεται το παλαιότερο κτίριο της Νέας Ορλεάνης. Στην ταινία που βασίστηκε στο βιβλίο Interview with the Vampire, βλέπουμε κάποια φέρετρα μεταφέρονται έξω ‘απ’ αυτό το σπίτι ενώ ακούγεται η φωνή του Brad Pitt που υποδύεται τον Louis να λέει «Η Κλώντια ήταν μια μικρή μεγαλοφυΐα μ’ ένα πάθος για φόνο που ήταν εφάμιλλο με αυτό του Λεστάτ. Οι δυο τους ξεκλήρισαν ολόκληρες οικογένειες…»
Η Νέα Ορλεάνη εξακολουθεί να κρύβει τα σκοτεινά της μυστικά. Υποδέχεται αμέτρητους χαρούμενους τουρίστες και τους δείχνει το γοητευτικό της πρόσωπο, λίγο παρακμιακό, λίγο μυστηριώδες, λίγο εμπορικοποιημένο. Ωστόσο, ποιος μπορεί να ξέρει τι συμβαίνει πραγματικά στις σκοτεινές αλέες και στους στενούς δρόμους των ιστορικών της συνοικιών, τις μικρές ώρες της νύχτας, όταν το σκοτάδι πλημμυρίζει τα όνειρα των κατοίκων της με ανήσυχες οπτασίες;
Δεν υπάρχουν σχόλια