Free
Οι Free ήταν βρετανικό ροκ συγκρότημα, το οποίο δημιουργήθηκε στο Λονδίνο το 1968 και ολοκλήρωσε την πορεία του πέντε χρόνια αργότερα, το 1973.
Ακολούθησε ένας χρόνος συνεχών συναυλιών , με τους Free να ανοίγουν τις εμφανίσεις των Blind Faith στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τον Οκτώβριο του 1969, κυκλοφόρησαν το δεύτερο δίσκο τους με τίτλο "Free", για το οποίο ο Ρότζερς έχει δηλώσει ότι είχε ελλειπή παραγωγή. Ακολούθησε το πιο επιτυχημένο άλμπουμ του συγκροτήματος, "Fire and Water", τον Ιούνιο του 1970, με τα κλασικά κομμάτια "Fire and Water", "Mr. Big", "Don't Say You Love Me" αλλά και τη μεγαλύτερη επιτυχία των Free και ένα από τα γνωστότερα κομμάτια της ροκ μουσικής, το "All Right Now",[2] του οποίου το σινγκλ ανέβηκε στο # 2 στη Μεγάλη Βρετανία και το # 4 στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ άλλες τέσσερις επανεκδόσεις του έχουν βρεθεί στα βρετανικά τσαρτ, από το 1973 μέχρι το 1991.[3]
Ακολούθησε η εμφάνιση του συγκροτήματος στο φεστιβάλ "Isle of Wight", στις 30 Αυγούστου 1970, μπροστά σε εκατοντάδες χιλιάδων θεατών.[4] Η δημοτικότητα των Free είχε φθάσει σε υψηλό επίπεδο, κάτι που φαίνεται από την κριτική της εμφάνισης τους στις 4 Ιουλίου 1970 στο Σάντερλαντ από το περιοδικό "Melody Maker", όπου η αντίδραση του κοινού συγκρίθηκε με τις αντιδράσεις των οπαδών των Beatles.
Παρ' όλα αυτά, προβλήματα άρχισαν να διαφαίνονται μετά την εμπορική αποτυχία του άλμπουμ "Highway" και του σινγκλ "The Stealer", με το πρώτο να φτάνει μόλις στο # 41 των βρετανικών τσαρτ και το δεύτερο στο # 49 του Billboard. Η εξέλιξη αυτή αποτέλεσε πλήγμα στην ψυχολογία του συγκροτήματος, ιδιαίτερα όταν θεωρούσαν το συγκεκριμένο άλμπουμ ως εξέλιξη του ήχου τους, κάτι που δεν χαιρετίστηκε από το κοινό το οποίο δεν αποδέχτηκε την ευαίσθητη αισθητική του "Highway".[5]
Μετά από συνεχείς εντάσεις μεταξύ των μουσικών, οι Free έφθασαν στο σημείο της διάλυσης τον Μάιο του 1971, όταν επέστρεψαν από μία επιτυχημένη περιοδεία στην Ιαπωνία και την Αυστραλία. Τον ίδιο μήνα, το σινγκλ "My Brother Jake" ανέβηκε στο # 4 στην πατρίδα τους, ίδια θέση με αυτήν που έφθασε το ζωντανά ηχογραφημένο "Free Live!", ένα μήνα αργότερα. Μετά τη διάλυση του σχήματος, ο Φρέιζερ δημιούργησε τους Toby, ο Ρότζερς τους Peace οι οποίοι διαλύθηκαν μετά από μία περιοδεία με τους Mott the Hoople, ενώ ο Κοσσόφ και ο Κερκ ένωσαν τις δυνάμεις τους με τον ιάπωνα μπασίστα Τέτσου Γιαμαούτσι και τον κιμπορντίστα Τζον "Rabbit" Μπούντρικ για τους Kossoff, Kirke, Tetsu and Rabbit.[6]
Οι ανεπιτυχείς προσπάθειες των προσωπικών τους δουλειών οδήγησαν στην επανένωση των Free τον Ιανουάριο του 1972, με αποτέλεσμα τον Ιούνιο εκείνης της χρονιάς να κυκλοφορήσει το "Free at Last", ανεβαίνοντας στο βρετανικό Top-10, ενώ περιείχε και το επιτυχημένο σινγκλ "Little Bit of Love". Τα προβλήματα όμως, δεν άργησαν να φανούν και πάλι. Ο εθισμός του Κοσσόφ στα ναρκωτικά και τα προβλήματα υγείας τα οποία αντιμετώπισε,[7] οδήγησαν το συγκρότημα να αναβάλει αρκετές από τις εμφανίσεις του στις Ηνωμένες Πολιτείες και ένα μήνα αργότερα, ο Φρέιζερ παραιτήθηκε από τους Free, δίνοντας η θέση του στον Τέτσου Γιαμαούτσι, ενώ στο σχήμα εντάχθηκε και ο Τζον Μπούντρικ, στα πλήκτρα.
Η νέα σύνθεση κυκλοφόρησε το τελευταίο άλμπουμ του συγκροτήματος, με τίτλο "Heartbreaker", τον Ιανουάριο του 1973, το οποίο έφθασε και πάλι στο Top-10 της Μεγάλης Βρετανίας, όπως και το σινγκλ "Wishing Well". Παρ' όλα αυτά, τα προβλήματα τα οποία αντιμετώπιζαν στις μεταξύ τους σχέσεις υπερίσχυσαν και το συγκρότημα διαλύθηκε οριστικά στις αρχές του 1973.
Μετά τη διάλυση των Free, ο Μπούντρικ κυκλοφόρησε δύο σόλο άλμπουμ, ενώ συνεργάστηκε με αρκετούς καλλιτέχνες, μεταξύ αυτών και οι The Who. Ο Γιαμαούτσι εντάχθηκε στους Faces, ενώ ο Φρέιζερ σχημάτισε τους Sharks και αργότερα έγινε γνωστός για τις συνθέσεις κομματιών άλλων καλλιτεχνών. Ο Κοσσόφ κυκλοφόρησε το "Back Street Crawler" τον Δεκέμβριο του 1973, και μετά σχημάτισε το ομώνυμο συγκρότημα ηχογραφώντας το "The Band Plays On" το 1975. Μετά από ένα επεισόδιο το οποίο παραλίγο να του στοιχίσει τη ζωή του, ακολούθησε το "2nd Street", στου οποίου την περιοδεία πέθανε στον ύπνο του, σε ηλικία 25 ετών. Ο Ρότζερς σχημάτισε τους ιδιαίτερα επιτυχημένους Bad Company, με τον Κερκ στα τύμπανα, ενώ αργότερα συνεργάστηκε και με μέλη των Queen.
Βιογραφία
Το συγκρότημα ξεκίνησε το 1968, βοηθούμενο από τον Αλέξις Κόρνερ, γνωστό ως πατέρα της βρετανικής μπλουζ, ο οποίος τους έκλεισε τις πρώτες τους ζωντανές εμφανίσεις, ενώ έπεισε τον Κρις Μπλάκγουελ για να τους υπογράψει στην "Island Records". Το Νοέμβριο του 1968, μόλις έξι μήνες μετά την πρώτη τους συναυλία, κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο άλμπουμ τους με τίτλο "Tons of Sobs". Τα μέλη του σχήματος βρισκόταν σε νεαρή ηλικία, με το ντράμερ Σάιμον Κερκ να είναι 19 ετών, τον κιθαρίστα Πωλ Κοσσόφ και τον τραγουδιστή Πωλ Ρότζερς 18,[1] και τον μπασίστα Άντι Φρέιζερ μόλις 16 ετών. Ο δίσκος, του οποίου την παραγωγή ανέλαβε ο Γκάι Στίβενς, δεν ανέβηκε στους καταλόγους επιτυχιών, αλλά δημιούργησε έναν πυρήνα φανατικών οπαδών οι οποίοι ακολούθησαν το συγκρότημα σε όλη την υπόλοιπη καριέρα τους, ενώ περιείχε τη διασκευή στο "The Hunter" των Booker T. & the M.G.'s, η οποία έγινε μέρος των ζωντανών εμφανίσεων τους.Ακολούθησε ένας χρόνος συνεχών συναυλιών , με τους Free να ανοίγουν τις εμφανίσεις των Blind Faith στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τον Οκτώβριο του 1969, κυκλοφόρησαν το δεύτερο δίσκο τους με τίτλο "Free", για το οποίο ο Ρότζερς έχει δηλώσει ότι είχε ελλειπή παραγωγή. Ακολούθησε το πιο επιτυχημένο άλμπουμ του συγκροτήματος, "Fire and Water", τον Ιούνιο του 1970, με τα κλασικά κομμάτια "Fire and Water", "Mr. Big", "Don't Say You Love Me" αλλά και τη μεγαλύτερη επιτυχία των Free και ένα από τα γνωστότερα κομμάτια της ροκ μουσικής, το "All Right Now",[2] του οποίου το σινγκλ ανέβηκε στο # 2 στη Μεγάλη Βρετανία και το # 4 στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ άλλες τέσσερις επανεκδόσεις του έχουν βρεθεί στα βρετανικά τσαρτ, από το 1973 μέχρι το 1991.[3]
Ακολούθησε η εμφάνιση του συγκροτήματος στο φεστιβάλ "Isle of Wight", στις 30 Αυγούστου 1970, μπροστά σε εκατοντάδες χιλιάδων θεατών.[4] Η δημοτικότητα των Free είχε φθάσει σε υψηλό επίπεδο, κάτι που φαίνεται από την κριτική της εμφάνισης τους στις 4 Ιουλίου 1970 στο Σάντερλαντ από το περιοδικό "Melody Maker", όπου η αντίδραση του κοινού συγκρίθηκε με τις αντιδράσεις των οπαδών των Beatles.
Μετά από συνεχείς εντάσεις μεταξύ των μουσικών, οι Free έφθασαν στο σημείο της διάλυσης τον Μάιο του 1971, όταν επέστρεψαν από μία επιτυχημένη περιοδεία στην Ιαπωνία και την Αυστραλία. Τον ίδιο μήνα, το σινγκλ "My Brother Jake" ανέβηκε στο # 4 στην πατρίδα τους, ίδια θέση με αυτήν που έφθασε το ζωντανά ηχογραφημένο "Free Live!", ένα μήνα αργότερα. Μετά τη διάλυση του σχήματος, ο Φρέιζερ δημιούργησε τους Toby, ο Ρότζερς τους Peace οι οποίοι διαλύθηκαν μετά από μία περιοδεία με τους Mott the Hoople, ενώ ο Κοσσόφ και ο Κερκ ένωσαν τις δυνάμεις τους με τον ιάπωνα μπασίστα Τέτσου Γιαμαούτσι και τον κιμπορντίστα Τζον "Rabbit" Μπούντρικ για τους Kossoff, Kirke, Tetsu and Rabbit.[6]
Οι ανεπιτυχείς προσπάθειες των προσωπικών τους δουλειών οδήγησαν στην επανένωση των Free τον Ιανουάριο του 1972, με αποτέλεσμα τον Ιούνιο εκείνης της χρονιάς να κυκλοφορήσει το "Free at Last", ανεβαίνοντας στο βρετανικό Top-10, ενώ περιείχε και το επιτυχημένο σινγκλ "Little Bit of Love". Τα προβλήματα όμως, δεν άργησαν να φανούν και πάλι. Ο εθισμός του Κοσσόφ στα ναρκωτικά και τα προβλήματα υγείας τα οποία αντιμετώπισε,[7] οδήγησαν το συγκρότημα να αναβάλει αρκετές από τις εμφανίσεις του στις Ηνωμένες Πολιτείες και ένα μήνα αργότερα, ο Φρέιζερ παραιτήθηκε από τους Free, δίνοντας η θέση του στον Τέτσου Γιαμαούτσι, ενώ στο σχήμα εντάχθηκε και ο Τζον Μπούντρικ, στα πλήκτρα.
Η νέα σύνθεση κυκλοφόρησε το τελευταίο άλμπουμ του συγκροτήματος, με τίτλο "Heartbreaker", τον Ιανουάριο του 1973, το οποίο έφθασε και πάλι στο Top-10 της Μεγάλης Βρετανίας, όπως και το σινγκλ "Wishing Well". Παρ' όλα αυτά, τα προβλήματα τα οποία αντιμετώπιζαν στις μεταξύ τους σχέσεις υπερίσχυσαν και το συγκρότημα διαλύθηκε οριστικά στις αρχές του 1973.
Μετά τη διάλυση των Free, ο Μπούντρικ κυκλοφόρησε δύο σόλο άλμπουμ, ενώ συνεργάστηκε με αρκετούς καλλιτέχνες, μεταξύ αυτών και οι The Who. Ο Γιαμαούτσι εντάχθηκε στους Faces, ενώ ο Φρέιζερ σχημάτισε τους Sharks και αργότερα έγινε γνωστός για τις συνθέσεις κομματιών άλλων καλλιτεχνών. Ο Κοσσόφ κυκλοφόρησε το "Back Street Crawler" τον Δεκέμβριο του 1973, και μετά σχημάτισε το ομώνυμο συγκρότημα ηχογραφώντας το "The Band Plays On" το 1975. Μετά από ένα επεισόδιο το οποίο παραλίγο να του στοιχίσει τη ζωή του, ακολούθησε το "2nd Street", στου οποίου την περιοδεία πέθανε στον ύπνο του, σε ηλικία 25 ετών. Ο Ρότζερς σχημάτισε τους ιδιαίτερα επιτυχημένους Bad Company, με τον Κερκ στα τύμπανα, ενώ αργότερα συνεργάστηκε και με μέλη των Queen.
Δισκογραφία
- Στούντιο ηχογραφήσεις
Έτος | Άλμπουμ | Αγγλία | ΗΠΑ |
---|---|---|---|
1968 | Tons of Sobs | - | 197 |
1969 | Free | - | - |
1970 | Fire and Water | 2 | 17 |
1970 | Highway | 41 | 190 |
1971 | Free Live! (Live) | 4 | 89 |
1972 | Free at Last | 9 | 69 |
1973 | Heartbreaker | 9 | 47 |
- Συλλογές
- Best of Free (1975)
- Free And Easy, Rough and Ready (1976)
- Completely Free (1982)
- The Best of Free: All Right Now (1991)
- Molten Gold: The Anthology (1994)
- Walk in My Shadow: An Introduction to Free (1998)
- Free: All Right Now (1999)
- Free - Live At The BBC (2006)
Δεν υπάρχουν σχόλια